- δωδεκάχρονος
- -η, -οαυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία δώδεκα χρόνων: Έχει ένα δωδεκάχρονο γιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δωδεκάχρονος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί δώδεκα χρόνια («δωδεκάχρονη απουσία») 2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα χρόνων («δωδεκάχρονο αγόρι») 3. αυτός που εκτελείται σε δώδεκα επάλληλα χρονικά διαστήματα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek